- πενηνταριά
- η :
καμμιά πενηνταριά — около пятидесяти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καμμιά πενηνταριά — около пятидесяти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πενηνταριά — η 1. πενήντα ομοειδή πράγματα. 2. περίπου πενήντα: Μας έφερε από το χωριό καμιά πενηνταριά αβγά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πενηνταριά — η (συν. σε συνεκφορά με το καμιά ή το μια) ποσότητα ή σύνολο από πενήντα ομοειδή, λίγο ή πολύ, πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενήντα + κατάλ. αριά (πρβλ. εικοσ αριά)] … Dictionary of Greek
-αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek